κτοινάτης

κτοινάτης
κτοινάτης και κτοινέτης, ὁ (Α) [κτοίνα]
επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτοίνα*, μέλος τής κτοίνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτοινέτης — κτοινέτης, ὁ (Α) βλ. κτοινάτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”